
Η θερινή ώρα δεν έχει πρακτική αξία στη σημερινή κοινωνία καθώς η αρχική λογική περί εξοικονόμησης ενέργειας αμφισβητείται έντονα.
Το περιοδικό Time, σε άρθρο του, πραγματεύεται το θέμα της αλλαγής ώρας, υποστηρίζοντας ότι η θερινή ώρα έχει χάσει τη χρησιμότητά της στον σύγχρονο κόσμο.
Περίπου το 60% των χωρών διατηρούν την ίδια ώρα καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, ωστόσο στις δυτικές χώρες εξακολουθεί να εφαρμόζεται η αλλαγή ώρας δύο φορές τον χρόνο, παρά τις πρόσφατες προσπάθειες να καταργηθεί η πρακτική αυτή και να επιτραπεί σε κάθε χώρα να αποφασίζει για το ωράριό της.
Ο δημοσιογράφος του Time, Jeffrey Kluger, εκφράζει την επιθυμία του να ζούσε σε περιοχές των ΗΠΑ που δεν εφαρμόζουν τη θερινή ώρα, όπως η Χαβάη, η Αριζόνα και κάποια εδάφη υπό αμερικανική δικαιοδοσία, καθώς εκεί τα ρολόγια παραμένουν σταθερά.
Στις ΗΠΑ, η θερινή ώρα τέθηκε σε ισχύ την Κυριακή 9 Μαρτίου, ενώ στην Ευρώπη και την Ελλάδα η αλλαγή θα γίνει την τελευταία Κυριακή του Μαρτίου, στις 30/3. Αυτό σημαίνει ότι οι δείκτες των ρολογιών θα μετακινηθούν μία ώρα μπροστά στις 3:00 π.μ., με αποτέλεσμα η ανατολή του ηλίου να καθυστερήσει κατά μία ώρα, αφήνοντας τους πρωινούς τύπους να ξυπνούν στο σκοτάδι. Από την άλλη, η δύση του ηλίου θα γίνει μία ώρα αργότερα, με αποτέλεσμα το ηλιοβασίλεμα να συμβεί στις 20:30. Ενδεικτικά, στην Αλάσκα, κατά το θερινό ηλιοστάσιο της 21ης Ιουνίου, ο ήλιος θα δύσει στις 23:44.
Η Αμερικανική Ακαδημία Ιατρικής Ύπνου (AASM) τάσσεται υπέρ της διατήρησης της σταθερής ώρας όλο τον χρόνο, επισημαίνοντας ότι η αλλαγή της ώρας συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο καρδιακών προσβολών, εγκεφαλικών επεισοδίων, αρρυθμιών, τροχαίων ατυχημάτων και περισσότερες επισκέψεις στα επείγοντα. Σύμφωνα με την AASM, το ανθρώπινο βιολογικό ρολόι επηρεάζεται από τη φυσική εναλλαγή φωτός και σκότους, η οποία με τη σειρά της καθορίζει τους κύκλους ύπνου και εγρήγορσης. Όταν το ηλιακό φως δεν συμβαδίζει με το κοινωνικό ωράριο, δημιουργείται απορρύθμιση στον κιρκάδιο ρυθμό, κάτι που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική υγεία.
Μια δημοσκόπηση της AASM, που διεξήχθη σε 2.000 Αμερικανούς, έδειξε ότι το 63% των ερωτηθέντων επιθυμεί την κατάργηση της αλλαγής ώρας, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζεται αν προτιμούν τη θερινή ή τη χειμερινή ώρα. Παράλληλα, η Αμερικανική Ιατρική Ένωση έχει ζητήσει από το 2022 την κατάργηση της αλλαγής ώρας την άνοιξη, καθώς μελέτες δείχνουν ότι ο ανθρώπινος οργανισμός δεν προσαρμόζεται πλήρως ακόμη και έπειτα από μήνες.
Έρευνα του 2020, που δημοσιεύτηκε στο PLOS Computational Biology, αποκάλυψε ότι η θερινή ώρα έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό, αυξάνοντας τα περιστατικά διαταραχών της διάθεσης, κατάθλιψης, άγχους και εθιστικών συμπεριφορών. Οι έφηβοι φαίνεται να επηρεάζονται ιδιαίτερα, εμφανίζοντας μαθησιακές δυσκολίες, μειωμένη συγκέντρωση και καθυστέρηση στις αντιδράσεις τους.
Το αρχικό σκεπτικό πίσω από τη θερινή ώρα έχει πλέον ξεπεραστεί. Συχνά αποδίδεται στον Βενιαμίν Φραγκλίνο, ο οποίος σε άρθρο του το 1784 στο Journal de Paris αναφέρθηκε στην εξοικονόμηση κόστους από τα κεριά μέσω της καλύτερης αξιοποίησης του φυσικού φωτός. Ωστόσο, ο Φραγκλίνος δεν πρότεινε τη ρύθμιση των ρολογιών, αλλά την καλύτερη προσαρμογή του ανθρώπινου προγράμματος στις ώρες της ημέρας. Επιπλέον, το άρθρο του είχε σατιρικό χαρακτήρα.
Η θερινή ώρα θεσπίστηκε επίσημα στις ΗΠΑ το 1918 από τον Πρόεδρο Γούντροου Γουίλσον, στο πλαίσιο μέτρων εξοικονόμησης ενέργειας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο, ο κόσμος δεν την αντιμετώπισε αποκλειστικά ως πατριωτικό μέτρο, αλλά και ως μια ευκαιρία για περισσότερες δραστηριότητες στον ελεύθερο χρόνο, όπως το τένις. Παράλληλα, πολλές εφημερίδες της εποχής αντιμετώπισαν την αλλαγή ώρας με σκεπτικισμό.
Σήμερα, η αρχική λογική περί εξοικονόμησης ενέργειας αμφισβητείται έντονα. Έρευνα του Εθνικού Γραφείου Οικονομικών Ερευνών έδειξε ότι, αν και η ανάγκη για φωτισμό μειώνεται, η κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται λόγω μεγαλύτερης χρήσης θέρμανσης και κλιματισμού. Παρόλα αυτά, το Κογκρέσο των ΗΠΑ το 2007 επέκτεινε τη διάρκεια της θερινής ώρας, από τον Μάρτιο έως τον Νοέμβριο, σε μια ακόμη προσπάθεια εξοικονόμησης ενέργειας. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι η μείωση της κατανάλωσης περιορίζεται μόλις στο 0,5% ημερησίως, σύμφωνα με το Υπουργείο Ενέργειας των ΗΠΑ.
Με πληροφορίες από Time.