
Υπήρξα ένα χοντρό παιδί. Όχι τόσο ώστε να συγκεντρώνω επάνω μου τα γεμάτα οίκτο βλέμματα των περαστικών, αλλά αρκετά ώστε να με κοροϊδεύουν οι συμμαθητές μου. Ήμουν το μόνο χοντρό κοριτσάκι στο σχολείο; Φυσικά και όχι. Υπήρχαν πιο χοντρά παιδιά από μένα στην τάξη; Φυσικά και ναι. Ωστόσο, τα άλλα παιδάκια, με αυτή την μοναδική διαίσθηση που έχουν τα παιδιά να εντοπίζουν τον πιο αδύναμο κρίκο ανάμεσα στους ομοίους τους, είχαν μυριστεί σε μένα το τέλειο θύμα. Ήμουν σχετικά ήσυχη, καλή μαθήτρια και υπάκουη. Επίσης δεν «κάρφωνα» τους συμμαθητές μου, ούτε καν για να διαμαρτυρηθώ όταν με αποκαλούσαν «φάλαινα», «βουβάλι» και «χοντρέλω». Ούτε όταν με στρίμωχναν στο σπιτάκι του προαυλίου και με τσιμπούσαν με μανία, ούτε όταν με απέκλειαν από διάφορα παιχνίδια γιατί ήμουν «χοντρή» και δεν μπορούσα να τρέξω. Αν τα παραπάνω σας ακούγονται τραγικά ή εάν έχετε αρχίσει να με λυπάστε, σας διαβεβαιώνω ότι παρά τα όσα κατά καιρούς τραβούσα, αγαπούσα το σχολείο, είχα φίλες, με καλούσαν σε πάρτυ, μάζευα επαίνους για τις ακαδημαϊκές μου επιδόσεις, ήμουν, αυτό που θα λέγαμε σήμερα σχετικά δημοφιλής. Οξύμωρο; όχι και τόσο. Την εποχή που μεγάλωνα εγώ λίγη σημασία έδιναν δάσκαλοι και γονείς αλλά και τα ίδια τα παιδιά στις συμπεριφορές που σήμερα χαρακτηρίζουμε ως “bullying”. Τότε τα λέγαμε «καζούρα» και «δούλεμα», ενώ αν έπεφτε και καμιά φάπα, ο ένοχος κατέληγε από το αυτί στο γραφείο του διευθυντή προς συνετισμό που συνήθως εξαντλούνταν σε κάποια απειλή (την επόμενη φορά θα έλθεις εδώ με τους γονείς σου), τιμωρία (θα γράψεις 100 φορές «δεν θα ξαναχτυπήσω τον Γιάννη») και δημόσια συγγνώμη του δράστη προς το θύμα του μπροστά σε όλη την τάξη (αυτό ήταν το απολύτως χειρότερο και κατά την γνώμη μου το μόνο που, εν δυνάμει, λειτουργούσε αποτρεπτικά για το μέλλον).
Εισερχόμενη στην εφηβεία, άλλαξα σχολείο, πήγα σε «θηλέων» όπου αν μη τι άλλο το “body shaming” δεν ήταν διαδεδομένο και μάλλον αδυνάτισα. Λέω μάλλον γιατί αν και πέρασα ένα μεγάλο μέρος της εφηβικής και ενήλικης ζωής μου στα 58-60 κιλά με ύψος 1.65, δηλαδή μάλλον κανονική για τα συνήθη δεδομένα, ποτέ δεν έπαυσα να με θεωρώ χοντρή. Κι αληθινά σοκάρομαι γιατί τώρα, που θα μπορούσα να ζήσω με δέκα κιλά λιγότερα, βλέπω στην ντουλάπα μου κάποια ρούχα που έχω κρατήσει για συναισθηματικούς λόγους απ τα χρόνια της νιότης και είναι πραγματικά μικροσκοπικά. Πότε είχα τόσο λεπτή μέση; Πότε χωρούσα σε παντελόνι νούμερο 4; Πότε κούμπωνε αυτή η ζακέτα που δεν μπαίνει ούτε σε δωδεκάχρονο αλλά έμπαινε σε μένα όταν ήμουν 25 (κι έχω φωτογραφίες που το αποδεικνύουν); Μα αφού ήμουν πάντα «χοντρή». Η μήπως όχι; Φαίνεται πως το πες-πες των συμμαθητών μου ανάμεσα στα έξι και στα δώδεκά μου χρόνια έκανε δουλίτσα. Το πάχος έγινε και είναι ακόμη για μένα σταθερό σημείο αναφοράς, στοιχείο άρρηκτα συνυφασμένο με την ταυτότητά μου από το οποίο δεν μπόρεσα να ξεφύγω ποτέ.
Υπήρξα λοιπόν κι εγώ θύμα “bullying” (ή εκφοβισμού ελληνιστί) όπως υποπτεύομαι και αρκετοί από εσάς κι έζησα για να σας πω την ιστορία μου.
Σύμφωνα με τον επίσημο κρατικό οργανισμό των ΗΠΑ www.stopbullying.gov, το bullying ορίζεται ως η ανεπιθύμητη, επιθετική συμπεριφορά μεταξύ παιδιών σχολικής ηλικίας που συνεπάγεται ανισορροπία ισχύος μεταξύ θύματος και θύτη. Η συμπεριφορά αυτή είναι συνήθως επαναλαμβανόμενη, ενώ, τόσο τα θύματα όσο και οι θύτες μπορεί να εμφανίσουν σοβαρά προβλήματα που θα τα συνοδεύουν σε όλη τους την ζωή.
Προκειμένου να θεωρηθεί εκφοβισμός, η συμπεριφορά πρέπει να είναι επιθετική και να περιλαμβάνει: 1) Ελλειψη εξισορρόπησης της εξουσίας: Τα παιδιά που εκφοβίζουν εκμεταλλεύονται είτε την σωματική τους υπεροχή έναντι των άλλων παιδιών είτε την δημοφιλία τους (που συνεπάγεται μεγαλύτερη δύναμη επηρεασμού της ομάδας) για να ελέγξουν ή να βλάψουν άλλους. Οι ανισορροπίες ισχύος μπορούν να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου και σε διαφορετικές καταστάσεις, ακόμη και αν αφορούν τα ίδια παιδιά. Ο θύτης μπορεί να μετατραπεί σε θύμα και το θύμα σε θύτη. 2) Επανάληψη: Οι συμπεριφορές εκφοβισμού συμβαίνουν περισσότερες από μία φορές ή έχουν τη δυνατότητα να συμβούν περισσότερες από μία φορές.
Τα παιδιά που κινδυνεύουν να πέσουν θύματα εκφοβισμού συγκεντρώνουν συνήθως ένα ή περισσότερα από τα παρακάτω χαρακτηριστικά: 1) Θεωρούνται διαφορετικά από τους συνομηλίκους τους, επειδή για παράδειγμα έχουν υπερβολικό βάρος ή είναι λιπόσαρκα, ντύνονται διαφορετικά από την ομάδα, ή έχουν λιγότερα χρήματα κάτι που αντικατοπτρίζεται στην αδυναμία τους να ακολουθήσουν τον τρόπο ζωής των συμμαθητών τους. 2) Θεωρούνται αδύναμα ή ανίκανα να αμυνθούν. 3) Δείχνουν σημάδια κατάθλιψης ή έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση 3) Είναι λιγότερο δημοφιλείς από τους συμμαθητές τους και έχουν λίγους φίλους 4) Εμφανίζουν προκλητική ή ανταγωνιστική συμπεριφορά.
Όπως συμβουλεύουν οι ειδικοί αλλά όπως κι εγώ μπορώ εκ πείρας να σας διαβεβαιώσω (γιατί στο μεταξύ απέκτησα και μεγάλωσα δικά μου παιδιά), ένας είναι ο τρόπος για να βοηθήσουμε τα παιδιά μας είτε ως θύματα είτε ως θύτες εκφοβισμού: Να έχουμε τα αυτιά μας ανοιχτά, να ακούμε τα παιδιά όταν μας μιλάνε και να παραμονεύουμε για σημάδια. Αϋπνίες, διατροφικές διαταραχές, απώλεια συγκέντρωσης, ανεξήγητοι και χωρίς παθολογική αιτία σωματικοί πόνοι, πτώση στις ακαδημαϊκές επιδόσεις, άρνηση για το σχολείο, όλα αυτά είναι ενδείξεις ότι το παιδί υφίσταται εκφοβισμό. Από την άλλη πλευρά, αυξημένη επιθετικότητα, τάση ρίψης ευθυνών στους άλλους με αντίστοιχη άρνηση ανάληψης προσωπικής ευθύνης, ένταξη σε ομάδα ιδιαιτέρως «θορυβωδών» και δημοφιλών παιδιών μπορεί να φανερώνουν ότι το παιδί είναι θύτης.
Όταν η μεγάλη μου κόρη ήταν στις αρχές της δευτέρας γυμνασίου έπεσε θύμα bullying. Οι λεπτομέρειες δεν έχουν σημασία, όμως, το χαρούμενο και γεμάτο αυτοπεποίθηση παιδί μου, μέσα σε δύο μήνες κυριολεκτικά συρρικνώθηκε. Κλείστηκε στον εαυτό της, έχασε τις φίλες της, οι βαθμοί της άρχισαν να κατρακυλούν, δεν ήθελε να πάει σχολείο. Εγώ γνώριζα και την αιτία και την αφορμή, η μικρή όμως αρνιόταν, λόγω φόβου, τόσο να αντιμετωπίσει τα παιδιά που την παρενοχλούσαν όσο και να αναζητήσει βοήθεια μέσω του σχολείου ισχυριζόμενη ότι «δεν είναι καρφί». Πρώτο μάθημα, λοιπόν: Eξηγούμε στα παιδιά μας ότι η προσφυγή σε ενηλίκους (καθηγητές, διευθυντής σχολείου, σχολικός ψυχολόγος όπου υπάρχει), δεν είναι «κάρφωμα» αλλά βασικός μηχανισμός αυτοάμυνας. Δεύτερο μάθημα: Όταν κι αυτό αποτύχει, όπως συνέβη στην δική μας περίπτωση, αναλαμβάνει ο γονιός. Πήγα και βρήκα τον γυμνασιάρχη, του εξήγησα τι συμβαίνει και ποιοι το προκαλούν. Ο άνθρωπος αυτός με άκουσε προσεκτικά και με συμπάθεια, πατέρας άλλωστε κι ο ίδιος, και μου έδωσε το τρίτο μάθημα: Mε συμβούλεψε να στρέψω την κόρη μου στην θεατρική ομάδα του σχολείου ώστε να αλλάξει παρέες και παραστάσεις, να στρέψει αλλού το ενδιαφέρον της. . Η στροφή αυτή κυριολεκτικά έσωσε το παιδί μου. Της έδωσε διέξοδο, σκοπό, αυτοπεποίθηση, νέους φίλους και την όπλισε με το κουράγιο να αντιμετωπίσει τους θύτες της. Της χάρισε, ως added bonus και μια μεγάλη αγάπη για το θέατρο με το οποίο ασχολείται ακόμη και σήμερα που είναι πρωτοετής φοιτήτρια.
Στην ιστορία αυτή είμαστε όλοι μαζί, γονείς, δάσκαλοι και παιδιά. Η ευθύνη είναι όμως, πρωτίστως και κυρίως των γονέων και φυσικά ποτέ των παιδιών. Ενημερωνόμαστε, ακούμε, μιλάμε, προλαμβάνουμε. Δεν σκύβουμε μόνο πάνω από το παιδί θύμα αλλά και από το παιδί θύτη. Συνήθως αυτός είναι ο τρόπος του να πας πει «Βοηθείστε με». Και βοηθάμε με κάθε κόστος όσο ακόμη μπορούμε. Όσο υπάρχει χρόνος, προτού το δεκάχρονο που ασκεί σωματική και λεκτική βία στους συμμαθητές του μεταλλαχθεί σε έναν τυραννικό σύζυγο, πατέρα και εργοδότη που απλά θα επαναλαμβάνει τον μόνο τρόπο που έμαθε στην ζωή του και του είναι οικείος, τον τρόπο της βίας.
mamma mia