Σύμφωνα με σύγχρονες έρευνες, η μειωμένη κατανάλωση ζάχαρης κατά τις πρώτες 1.000 ημέρες ζωής – δηλαδή από τη σύλληψη έως τα δύο πρώτα έτη – μπορεί να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στην προστασία από χρόνιες ασθένειες στην ενήλικη ζωή.
Οι πρώτες αυτές ημέρες είναι σημαντικές για την ανάπτυξη του ανοσοποιητικού, του νευρικού και του ενδοκρινικού συστήματος, καθώς και για την καθιέρωση υγιών διατροφικών συνηθειών.
Η υπερβολική κατανάλωση ζάχαρης στα πρώτα χρόνια συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο για παχυσαρκία, διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακές παθήσεις και άλλες χρόνιες ασθένειες. Επιπλέον, το υψηλό επίπεδο ζάχαρης μπορεί να οδηγήσει σε ανισορροπίες του μικροβιώματος του εντέρου, το οποίο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην υγεία του ανοσοποιητικού.
Για τους γονείς και φροντιστές, η διασφάλιση μιας διατροφής χαμηλής σε επεξεργασμένα σάκχαρα και πλούσιας σε θρεπτικά συστατικά μπορεί να βοηθήσει στην ενίσχυση της υγείας του παιδιού και να μειώσει τον κίνδυνο για χρόνια νοσήματα αργότερα στη ζωή του.
Το NHS (βρετανικό σύστημα υγείας) συνιστά ότι τα ελεύθερα σάκχαρα, αυτά που προστίθενται στα τρόφιμα και τα ποτά και βρίσκονται φυσικά στο μέλι, τα σιρόπια και τα μη ζαχαρούχα ποτά από φρούτα και λαχανικά, δεν πρέπει να αποτελούν περισσότερο από το 5% των ημερήσιων θερμίδων. Αυτό ισοδυναμεί με 30 γραμμάρια ή επτά κύβους ζάχαρης για έναν ενήλικα.
Δεν υπάρχει κατευθυντήρια γραμμή για τα παιδιά κάτω των τεσσάρων ετών, αλλά συνιστάται να αποφεύγουν τα ζαχαρούχα ποτά και τα τρόφιμα με προσθήκη ζάχαρης. Ωστόσο, κατά μέσο όρο οι Βρετανοί καταναλώνουν περίπου το διπλάσιο της ημερήσιας ποσότητας που συνιστάται από τους ειδικούς.