Ξεφυλλίζοντας τα βιβλία αυτά, μεταφερόμαστε στα δύσκολα χρόνια του ’40. Η βαναυσότητα του πολέμου και ο θάνατος επιμηκύνουν τη μνήμη μας και μας θυμίζουν ότι η μικρή αυτή χώρα της Μεσογείου αντιστάθηκε απέναντι στον φασισμό με βασικό όπλο τον συλλογικό αγώνα του.
Ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου της ‘Αλκης Ζέη
27 Οκτωβρίου 1940: θα τη θυμάται αυτή τη μέρα ο Πέτρος που πέθανε το τριζόνι του. Θα τη θυμάται γιατί την επομένη ακούει τη φωνή της μητέρας του να του λέει: «Σήκω…, έγινε πόλεμος. Δεν ακούς τις σειρήνες;» Και από τότε αρχίζει ο μεγάλος περίπατος του Πέτρου, μια βόλτα στην Αθήνα της Κατοχής, στα δύσκολα εκείνα χρόνια της πείνας, των συσσιτίων, της απαγόρευσης της κυκλοφορίας, των διωγμών, με την ελπίδα να σιγοκαίει κάπου στο βάθος.
Η Ζέη έγραψε το βιβλίο αυτό στο Παρίσι, όπου ζούσε αυτοεξόριστη με την οικογένειά της κατά τα χρόνια της Δικτατορίας των Συνταγματαρχών. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα από τις Εκδόσεις Κέδρος το 1971.
Το μυθιστόρημα παρουσιάζει ένα αγόρι, τον Πέτρο, που στην ηλικία των εννιά ετών ζει τον πόλεμο του 1940 και κατόπιν μεγαλώνει μέσα στην κατεχόμενη από τους Γερμανούς Αθήνα.
Το α΄ μέρος («Όχι») του βιβλίου ξεκινάει με τον θάνατο του τριζονιού του Πέτρου στις 27 του Οκτωβρίου 1940, μια ημέρα πριν την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Την θλίψη του Πέτρου για τον θάνατο του τριζονιού θα την διαδεχθεί ο ενθουσιασμός για τις νίκες του Ελληνικού Στρατού, και αργότερα η πίκρα για την ήττα και την εισβολή των Γερμανών.
Στο β΄ μέρος («Πεινάααω»), όλα αλλάζουν για τον Πέτρο και την οικογένειά του. Όλοι τους ζουν τον πρώτο δύσκολο χειμώνα της Κατοχής. Η πείνα ταλαιπωρεί τον παππού του και σκοτώνει την γιαγιά ενός φίλου του, του Σωτήρη.
Στο γ΄ μέρος («Συσσίτιο»), στο σχολείο του Πέτρου αρχίζουν τα συσσίτια, ενώ ο Πέτρος αρχίζει να συνειδητοποιεί πως αρχίζει η Αντίσταση στους κατακτητές.
Στο δ΄ μέρος («Λευτεριά ή θάνατος»), ο Πέτρος και ο Σωτήρης συμμετέχουν σε αντιστασιακές πράξεις αλλά γνωρίζουν και την βαρβαρότητα των κατακτητών, οι οποίοι θα σκοτώσουν τον φίλο του Πέτρου. Το βιβλίο τελειώνει στις 12 Οκτωβρίου 1944, την επομένη της αποχώρησης των Γερμανών από την Αθήνα. Ο Πέτρος «είναι άντρας πια, δεκατριώ χρονώ»!
‘Οταν ο ήλιος, Ζωρζ Σαρρή
Η Ελλάδα μετά το θρίαμβο του Σαράντα, στην Κατοχή. Μια σκοτεινή εποχή για την ελληνική ιστορία. Μια τυραννική ζωή για τους Έλληνες που δέχτηκαν άδικα να ζήσουν κατά τις προσταγές του κατακτητή. Ο καθένας πασχίζει να βρει έναν τρόπο να επιβιώσει. Θα καταφύγει σε όλα τα μέσα, αλλά δε θα ξεχάσει ποτέ την ελευθερία του. Θα συνεχίσει να πολεμάει γι’ αυτήν. Και μέσα σ’ αυτή τη φρίκη τα παιδιά.
Η Ζωή, η ηρωίδα άγνωστη, γνωστή από το βιβλίο αυτό, θα προσπαθήσει να καταλάβει. Θα μεγαλώσει στη φρίκη της πείνας, θα ελπίσει όταν οι μεγάλοι θα πάρουν τα όπλα να αποτινάξουν το ζυγό, θα κλάψει, θα θελήσει -παιδί δεν ήταν;- να χαρεί. Γύρω της, ένας κόσμος παράξενος, σκληρός, ανάλγητος, που τρέχει να γλιτώσει, που τρέχει να βρει ένα κομμάτι ψωμί, κι αυτό συχνά μόνο στα σκουπίδια, οι εκτελέσεις, η αισιοδοξία πως όλα θα τελειώσουν. Τα μάτια της θα δουν πολλά. Θα ακούσει περισσότερα. Θα υποφέρει. Θα γνωρίσει την ελπίδα. Θα ζήσει μ’ αυτήν ώσπου να έρθει το τέλος του Κακού. Και ήρθε. Και έγινε το ξέφρενο πανηγύρι της απελευθέρωσης. Η θεά της Αθήνας, η Αθηνά, κατέβηκε κι αυτή στους δρόμους να γιορτάσει με όλο τον κόσμο. Η Ζωή είναι είκοσι χρονών! Ένας νέος κόσμος την περιβάλλει. Μια νέα ζωή την περιμένει…
Μικροί Αγωνιστές, Καλλιόπη Σφαέλλου
Χρόνια κατοχής. Χρόνια πικρά, γεμάτα στερήσεις και βάσανα. Χρόνια γεμάτα πόνο. Μα μέσα στη βαρεία κατάθλιψη που πλάκωνε τα στήθη, υπήρχε και κάτι άλλο πολύτιμο, δυσεύρετο: Ένα αγωνιστικό πνεύμα αδάμαστο σε νέους, γέρους και παιδιά. Μια εθνική ενότητα που καταργούσε κάθε διαφορά. Κάτω από τη μπότα του κατακτητή, κανείς δεν έσκυβε το κεφάλι. Οι ψυχές μέναν ορθές μεσ’ στα σκελεθρωμένα σώματα. Κι αυτό το πνεύμα το αδάμαστο, που μαρτυρούσε λεβεντιά χωρίς επίδειξη και στύλωνε τ’ αδύναμα κορμιά, προσπαθήσαμε να δώσουμε στο βιβλίο αυτό.
Αν εμείς πεινάσαμε, πονέσαμε, βασανιστήκαμε, δεν είναι ανάγκη να το πούμε κλαουρίζοντας στα παιδιά ή τα εγγόνια μας ζητώντας τον οίκτο τους και μαυρίζοντας τις τρυφερές καρδιές τους. Εκείνοι ας μάθουν -κι είναι αυτή η βασική αλήθεια- πως κι αλυσοδεμένοι κρατήσαμε το κεφάλι ψηλά.