
Σε διάφορα σημεία του κόσμου αυξάνονται συνεχώς οι διαγνώσεις ΔΕΠ-Υ τόσο σε παιδιά όσο και σε ενήλικες, ενώ η επιστήμη προσπαθεί να κατανοήσει το γιατί και πώς μπορεί να παρέχεται καλύτερη υποστήριξη.
Σύμφωνα με μελέτη που μόλις δημοσιεύθηκε στο έγκριτο περιοδικό Nature, στις ΗΠΑ, κυβερνητικοί ερευνητές ανέφεραν πέρσι ότι περισσότερο από το 11% των παιδιών είχαν λάβει κάποια στιγμή διάγνωση ΔΕΠ-Υ — μια μεγάλη άνοδος σε σχέση με το 2003, όταν το ποσοστό ήταν περίπου 8%.
Ωστόσο, κορυφαίοι υγειονομικοί αξιωματούχοι στις ΗΠΑ υποστηρίζουν τώρα ότι οι διαγνώσεις έχουν ξεφύγει από τον έλεγχο. Τον Μάιο, η επιτροπή Make America Healthy Again, δήλωσε ότι η ΔΕΠ-Υ αποτελεί μέρος μιας «κρίσης υπερδιάγνωσης και υπερθεραπείας» και υποστήριξε ότι τα φάρμακα για τη ΔΕΠ-Υ δεν ωφελούν τα παιδιά μακροπρόθεσμα.
Τι ακριβώς συμβαίνει;
Είναι σαφές ότι πολλοί παράγοντες — όπως η καλύτερη ανίχνευση και η αυξημένη ενημέρωση — οδηγούν άτομα με συμπτώματα να λαμβάνουν διάγνωση, ενώ στο παρελθόν πιθανότατα δε θα διαγιγνώσκονταν. Κλινικοί γιατροί αναφέρουν ότι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για γυναίκες και κορίτσια, των οποίων τα συμπτώματα συχνά περνούσαν απαρατήρητα.
Παρά τις ανησυχίες ορισμένων για υπερδιάγνωση, πολλοί ειδικοί ανησυχούν περισσότερο ότι ακόμη περισσότεροι άνθρωποι μένουν αδιάγνωστοι και χωρίς θεραπεία.
Ταυτόχρονα, η αυξημένη ενημέρωση και οι περισσότερες διαγνώσεις έχουν δημιουργήσει δημόσια συζήτηση για το πώς πρέπει να αντιμετωπίζεται η ΔΕΠ-Υ, πότε απαιτείται φαρμακευτική αγωγή και πώς να παρέχεται υποστήριξη. Το κίνημα της νευροδιαφορετικότητας αμφισβητεί την αντίληψη της ΔΕΠ-Υ ως «διαταραχής» που πρέπει να θεραπευτεί, υποστηρίζοντας ότι αποτελεί μια διαφορετικότητα που χρειάζεται κατανόηση και υποστήριξη — π.χ., μέσω αλλαγών σε σχολεία και χώρους εργασίας.
Ωστόσο, πολλοί κλινικοί και άτομα με ΔΕΠ-Υ υποστηρίζουν ότι η κατάσταση σχετίζεται με δυσκολίες — από μαθησιακά προβλήματα μέχρι αυξημένο κίνδυνο τραυματισμών και εξαρτήσεων — που δικαιολογούν τον ιατρικό της χαρακτηρισμό και ότι για πολλούς η φαρμακευτική αγωγή αποτελεί κρίσιμο και αποτελεσματικό κομμάτι της θεραπείας.
Η Τζέρεμι Ντιντιέ, κλινικός ειδικός στη ΔΕΠ-Υ και πρόεδρος της οργάνωσης CHADD, αναφέρει: «Ακούω πολλούς να λένε ότι η ΔΕΠ-Υ είναι δώρο ή υπερδύναμη, και το εκτιμώ. Αλλά δεν θέλω να υποβαθμίσω το πόσο μπορεί να επηρεάσει τη ζωή κάποιου όταν δεν έχει διαγνωστεί ή δεν αντιμετωπίζεται σωστά.»
Πολλοί ειδικοί υποστηρίζουν ότι και τα δύο μοντέλα — νευροδιαφορετικότητα και ιατρικό — έχουν αξία.
Μια πραγματική αύξηση
Πλήθος ερευνών δείχνει ότι οι διαγνώσεις ΔΕΠ-Υ έχουν αυξηθεί σε πολλές χώρες την τελευταία 20ετία — παρόμοια με την άνοδο στις διαγνώσεις αυτισμού. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, οι νέες διαγνώσεις διπλασιάστηκαν στα αγόρια και τετραπλασιάστηκαν στα κορίτσια μεταξύ 2000 και 2018. Στους ενήλικες η αύξηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη.
Τι εξηγεί την άνοδο; Δεν φαίνεται να υπάρχει μεγάλη αύξηση στα πραγματικά συμπτώματα: όταν οι επιστήμονες κάνουν αυστηρές αξιολογήσεις, βρίσκουν ότι η «πραγματική» συχνότητα της ΔΕΠ-Υ παραμένει σχετικά σταθερή παγκοσμίως — περίπου 5,4% στα παιδιά και 2,6% στους ενήλικες.
Το 11% στις ΗΠΑ προκύπτει από ερωτήσεις σε γονείς, κάτι που μπορεί να οδηγεί σε υπερεκτίμηση: λανθασμένες διαγνώσεις από μη ειδικούς, λάθος αναμνήσεις ή παιδιά που είχαν κάποτε διάγνωση αλλά δεν πληρούν πλέον τα κριτήρια.
Άλλοι παράγοντες που αυξάνουν τους αριθμούς περιλαμβάνουν τις αλλαγές στα διαγνωστικά κριτήρια του DSM. Το DSM-V (2013) χαλάρωσε ορισμένες απαιτήσεις, όπως την ηλικία εμφάνισης συμπτωμάτων (από πριν τα 7, σε πριν τα 12) και μειωμένα κριτήρια για ενήλικες.
Η απαίτηση της «λειτουργικής έκπτωσης»
Η διάγνωση ΔΕΠ-Υ απαιτεί όχι μόνο συμπτώματα, αλλά και αποδεδειγμένη δυσλειτουργία στην καθημερινή ζωή. Το να καθοριστεί πότε η δυσκολία περνά το όριο της «έκπτωσης» είναι συχνά υποκειμενικό — και αποτελεί αντικείμενο συζήτησης.
Πολλοί γονείς επίσης αναγνωρίζουν σήμερα ότι έχουν οι ίδιοι ΔΕΠ-Υ, παρότι ποτέ δεν διαγνώστηκαν στην παιδική τους ηλικία· κάτι αναμενόμενο αφού η κληρονομικότητα της ΔΕΠ-Υ είναι 70–80%.
Η ΔΕΠ-Υ στο TikTok
Η ενημέρωση στα social media έχει οδηγήσει πολλούς ανθρώπους να αναγνωρίσουν συμπτώματα που είχαν για χρόνια. Αυτό τους οδηγεί να ζητήσουν βοήθεια — αυξάνοντας τις διαγνώσεις.
Υπάρχει όμως και ανησυχία για «βιαστικές» online διαγνώσεις χωρίς πλήρη αξιολόγηση. Παρά ταύτα, πολλοί ειδικοί θεωρούν μεγαλύτερο πρόβλημα το ότι χιλιάδες άτομα μένουν αδιάγνωστα.
Ιδιαίτερα στα κορίτσια και τις γυναίκες οι διαγνώσεις αυξάνονται ταχύτατα, καθώς έχουν συχνά λιγότερο εμφανή συμπτώματα και «καλύπτουν» τις δυσκολίες τους.
Τέλος, ορισμένοι θεωρούν ότι το σύγχρονο περιβάλλον — σχολεία, τεχνολογία, απαιτήσεις εργασίας — έχει γίνει τόσο περίπλοκο, ώστε περισσότεροι άνθρωποι βιώνουν λειτουργική δυσκολία, ακόμη κι αν τα βασικά συμπτώματα δεν έχουν αλλάξει.












