Οι εργαζόμενες γυναίκες τείνουν να εργάζονται λιγότερες ώρες, εργάζονται σε χαμηλότερα αμειβόμενους τομείς και καταλαμβάνουν θέσεις κατώτερου επιπέδου από ό, τι οι άνδρες, γεγονός το οποίο έχει ως αποτέλεσμα σημαντικό χάσμα μεταξύ των φύλων στους μισθούς και τις αποδοχές. Οι εν λόγω διαφορές οφείλονται, ως έναν βαθμό, σε βαθιά ριζωμένους παραδοσιακούς ρόλους των φύλων, αλλά και σε οικονομικά κίνητρα.
Σε όλα τα κράτη μέλη, τα ποσοστά απασχόλησης των γυναικών είναι χαμηλότερα από τα αντίστοιχα των ανδρών, με μεγάλες διακυμάνσεις σε όλη την ΕΕ.
Η χώρα μας εξακολουθεί να εμφανίζει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με μια απόκλιση άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων του μέσου κοινοτικού όρου (περίπου 44% έναντι 55% των άλλων κρατών μελών).
Τα ποσοστά της ανεργίας αλλά και αυτά της συμμετοχής των γυναικών στο κοινωνικό και πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας, παρότι βελτιωμένα τα τελευταία χρόνια, δεν παύει να είναι αρνητικά για τον ρόλο και τη θέση της στην σύγχρονη κοινωνία. Ειδικότερα όταν η γυναίκα άνεργος, συνδυάζει και κάποια άλλη κοινωνική ιδιότητα (μητέρα, έγκυος, αλλοδαπή, πρόσφυγας, μεσήλικοι, θύμα κακοποίησης κ.α), τότε η κατάσταση αυτή επιβαρύνει δυστυχώς ακόμη πιο πολύ την θέση της στην αγορά εργασίας.
Η ανεργία ως κοινωνική κατάσταση, ειδικότερα όταν αποκτά χρονικά παρατεταμένα χαρακτηριστικά (μακροχρόνια ανεργία), και πλήττει ακόμη πιο ειδικές πληθυσμιακές ομάδες γυναικών (για παράδειγμα γυναίκες μονογονείς με ανήλικα τέκνα) μπορεί πολύ εύκολα να περιθωριοποιήσει και να αποκόψει κοινωνικά, επαγγελματικά και οικονομικά μεγάλο ποσοστό των πληττομένων γυναικών.
H πανδημία covid-19 αποτέλεσε μεγάλο πισωγύρισμα για την εργασία των γυναικών. «Οι γυναίκες, εξαιτίας της υπερεκπροσώπησής τους στον τομέα των υπηρεσιών, επλήγησαν με δυσανάλογο τρόπο από την covid-19», υπογραμμίζει η Σ. Νικόλ Μέισον διευθύντρια του ινστιτούτου Women’s Policy Research, ένα αμερικανικό think tank.
«Στη Βρετανία και τις ΗΠΑ, οι γυναίκες είναι πιο πιθανό να χάσουν τη δουλειά τους απ’ ό,τι οι άνδρες», είτε να απολυθούν είτε να αναγκαστούν σε παραίτηση προκειμένου να ασχοληθούν με τα παιδιά τους που δεν πηγαίνουν σχολείο, επισημαίνει και ο Κρις Ράου καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο Κέμπριτζ.
Επίσης οι γυναίκες εργάζονται συχνότερα σε επισφαλείς θέσεις εργασίας ή σε τομείς που επλήγησαν περισσότερο από το lockdown που επιβλήθηκε για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορονοϊού, όπως αυτός της εστίασης, της φιλοξενίας και των εκδηλώσεων ή σε κέντρα αισθητικής.
Ακόμη κι αν διατήρησαν την εργασία τους, οι μητέρες αναγκάζονται να ασχολούνται περισσότερο με τα παιδιά από τους άνδρες, όπως και με τις εργασίες του νοικοκυριού, όπως παρατήρησε το βρετανικό Ινστιτούτου IFS σε έκθεσή του.