Αναπάντητο παραμένει ακόμη γιατί τα μικρά παιδιά προσβάλλονται πιο δύσκολα από τον κορονοϊό και γιατί ακόμη κι αν αρρωστήσουν, το περνάνε πιο ελαφριά. Ερευνητές φαίνεται να βρίσκουν μία πιθανή εξήγηση που δεν είναι άλλη από τα αντισώματα που αναπύσσουν τα παιδιά όταν νοσούν από το κοινό κρυολόγημα.
Βρετανοί ερευνητές με επικεφαλής τον Γιώργο Κασσιώτη του Ινστιτούτου Φράνσις Κρικ Λονδίνου και την Ελένη Ναστούλη του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου (UCL) δημοσίευσαν στο περιοδικό Science μελέτη που αποδεικνύει ότι τα παιδιά διαθέτουν κάποια προστατευτικά αντισώματα έναντι της COVID-19.
Ειδικότερα, διαπίστωσαν ότι το 44% των παιδιών και εφήβων ηλικίας ενός έως 16 ετών που εξέτασαν διέθετε αντισώματα IgG κατά του νέου κορωνοϊού. Οι ειδικοί πιθανολογούν ότι αυτά δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια παλαιότερων λοιμώξεων, από κορονοϊούς του κοινού κρυολογήματος.
Τα εν λόγω προϋπάρχοντα αντισώματα δρουν σε μια συγκεκριμένη περιοχή της πρωτεϊνικής ακίδας, την οποία ο νέος λοιμώδης παράγοντας χρησιμοποιεί για να εισβάλει στα ανθρώπινα κύτταρα. Μολονότι προηγούμενες μελέτες έδειχναν πως αυτή η «επίκτητη» ανοσία σε παλαιότερους συγγενικούς ιούς δεν θωρακίζει έναντι του πανδημικού στελέχους, η παρουσία των αντισωμάτων μπορεί να μειώσει τη μεταδοτικότητα και να μετριάσει τα συμπτώματα σε περίπτωση λοίμωξης. Επίσης, εργαστηριακά πειράματα απέδειξαν ότι το πλούσιο σε «προϋπάρχοντα» αντισώματα πλάσμα αίματος παιδιών και ενηλίκων που ουδέποτε προσβλήθηκαν από τον νέο κορωνοϊό μπορεί να εξουδετερώσει το πανδημικό στέλεχος. Αυτό δεν συνέβαινε με το πλάσμα αίματος από άτομα χωρίς τέτοια προϋπάρχοντα αντισώματα.
Οπως εξηγεί ο δρ Στίβεν Ελεντζ, καθηγητής Γενετικής της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, οι ενήλικες συνήθως παθαίνουν κοινό κρυολόγημα μία ή δύο φορές τον χρόνο, ενώ τα παιδιά μπορεί να αρρωστήσουν πάνω από δέκα φορές. Ετσι, στους ανηλίκους παράγονται υψηλές συγκεντρώσεις αντισωμάτων, που παραμένουν στον οργανισμό πρακτικώς συνέχεια, καθιστώντας τα συμπτώματα της λοίμωξης πιο ήπια. Πολλά παιδιά, μάλιστα, παραμένουν ασυμπτωματικοί φορείς της νόσου, αλλά με ικανότητα μετάδοσης.
Πηγή: Καθημερινή, NYT